ξαρμάτωμα

ξαρμάτωμα
τό
1) разоружение, обезоруживание; 2) мор. расснащивание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ξαρμάτωμα" в других словарях:

  • ξαρμάτωμα — το [ξαρματώνω] 1. η αφαίρεση τού οπλισμού, ο αφοπλισμός 2. ναυτ. η αφαίρεση τής εξαρτίας τού πλοίου, παροπλισμός 3. μτφ. προσβολή που γίνεται σε κάποιον με την αφαίρεση τών όπλων του …   Dictionary of Greek

  • ξαρμάτωμα — το, ατος 1. αφαίρεση οπλισμού, αφόπλιση, αφοπλισμός, παροπλισμός. 2. προσβολή από τον αφοπλισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξαρμάτωμα — και ξαρμάτωμα το [εξαμαρτώνω] 1. η βίαιη αφαίρεση τού οπλισμού από κάποιον, αφοπλισμός 2. (για πλοίο) παροπλισμός 3. συνεκδ. η προσβολή που γίνεται σε κάποιον με την αφαίρεση τού οπλισμού του …   Dictionary of Greek

  • παροπλισμός — παροπλισμός, ο και παρόπλιση, η αφοπλισμός, ξαρμάτωμα πλοίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»